- ὑποδηματουργικός
- ὑποδημ-ᾰτουργικός, ή, όν,A of or for sandal-making: -κή, ἡ (sc. τέχνη), Olymp. in Alc.p.197 C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδηματουργικός — ή, όν, Α [ὑποδηματουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή υποδημάτων και, κυρίως, σανδαλιών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑποδηματουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής υποδημάτων, υποδηματοποιία … Dictionary of Greek
ὑποδηματουργική — ὑποδηματουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)